ελκυστής

ελκυστής
ο
1. αυτός που σέρνει κάτι
2. ελκυστήρας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ελκυστές — Τρόπος περιγραφής της μακρόχρονης συμπεριφοράς ενός συστήματος στον χώρο των φάσεων. Η ισορροπία και οι σταθερές καταστάσεις αντιστοιχούν σε σταθερούς σημειακούς ε., οι περιοδικές καταστάσεις σε ε. οριακού κύκλου και οι χαοτικές καταστάσεις σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”